πολυχρώμων

πολυχρώμων
πολύχρωμος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • καμαραϊκός — ή, ό φρ. αρχαιολ. «καμαραϊκά αγγεία» τύπος πολύχρωμων προϊστορικών αγγείων τής Κρήτης που βρέθηκαν για πρώτη φορά μέσα σε σπήλαιο τής Ίδης, κοντά στο χωριό Καμάρες, από το οποίο και πήραν την ονομασία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμάρες] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • πολυμιταρικός — ή, όν, Α το θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • τριχρωμία — η, Ν [τρίχρωμος] 1. μέθοδος εκτύπωσης πολύχρωμων εικόνων με τη χρησιμοποίηση τριών μόνον χρωμάτων, τού κίτρινου, τού ερυθρού και τού κυανού 2. (κατ επέκτ.) η εικόνα που εκτυπώνεται με την παραπάνω μέθοδο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”